σκαιρούσας

σκαιρούσας
σκαιρούσᾱς , σκαίρω
skip
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
σκαιρούσᾱς , σκαίρω
skip
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκαίρω — Α (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) 1. πηδώ, αναπηδώ, σκιρτώ («σκαιρούσας ἐλάφους», Καλλ.) 2. χορεύω, ορχούμαι («ποσὶ σκαίροντες ἕποντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκαίρω (< *σκαρ jω) ανάγεται, κατά την πιθανότερη άποψη, στη συνεσταλμένη βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”